γλυκύδακρυς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γλυκύδακρυς, υς, υ
- που φέρνει δάκρυα γλυκά, όπως ο έρωτας, πιθανόν γενικά για δάκρυα που δεν είναι μόνον από πικρία, αλλά προκαλούνται από ανάμικτα συναισθήματα