Μετάβαση στο περιεχόμενο

γλυφαίνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γλυφαίνω < γλυφός + -αίνω

γλυφαίνω

  1. γίνομαι ή είμαι γλυφός
  2. κάνω κάτι άλλο γλυφό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]