γλωσσίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλωσσίδι τα γλωσσίδια
      γενική του γλωσσιδιού των γλωσσιδιών
    αιτιατική το γλωσσίδι τα γλωσσίδια
     κλητική γλωσσίδι γλωσσίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλωσσίδι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γλωσσίδ(ιον) + , υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική γλῶσσα
Γλωσσίδι καμπάνας στον αριθμό 9.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣloˈsi.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλωσ‐σί‐δι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλωσσίδι ουδέτερο

  1. (γενικότερα) οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο έχει σχήμα γλώσσας
  2. (ειδικότερα)
    1. το μεταλλικό στέλεχος σε μια κλειδαριά που κλειδώνει ή ξεκλειδώνει καθώς αλλάζει θέση
    2. (μουσική)
      1. το στέλεχος μουσικού οργάνου, το οποίο, καθώς ταλαντεύεται, παράγει ήχους
      2. (για πνευστά όργανα) μικρό εξάρτημα που ανοιγοκλείνει γρήγορα κάνοντας τον αέρα να πάλλεται και δημιουργώντας τον ήχο
        άλλες μορφές: → δείτε παράθεμα στο γλωττίδα

Συγγενικά[επεξεργασία]

με γλωσσιδ-, γλωττιδ-

→ και δείτε τη λέξη γλώσσα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]