γλωσσοδέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣlɔ.sɔ.ˈðɛ.tis/
- συλλαβισμός : γλωσ‐σο‐δέ‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλωσσοδέτης αρσενικό
- σύνθετη λέξη ή σειρά λέξεων που είναι δύσκολο να προφερθεί με μεγάλη ταχύτητα, λόγω των παρηχήσεων ή των ελαφρών παραλλαγών στα φωνήεντα ή τα σύμφωνα που περιλαμβάνει. Χρησιμοποιείται, συνήθως, ως παιχνίδι. Π.χ. Μια πάπια, μα ποια πάπια; Μια πάπια με παπιά
- (μεταφορικά) οποιαδήποτε λέξη ή φράση που είναι δύσκολο να προφερθεί
- (οικείο) παροδική δυσκολία στην ομιλία ή την έκφραση λόγω έκπληξης, φόβου κ.λπ.
- (ανατομία) (ιατρική) ανατομική ανωμαλία της γλώσσας του στόματος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλωσσοδέτης
|
|