γλωσσομαθής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλωσσομαθής η γλωσσομαθής το γλωσσομαθές
      γενική του γλωσσομαθούς* της γλωσσομαθούς του γλωσσομαθούς
    αιτιατική τον γλωσσομαθή τη γλωσσομαθή το γλωσσομαθές
     κλητική γλωσσομαθή(ς) γλωσσομαθής γλωσσομαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλωσσομαθείς οι γλωσσομαθείς τα γλωσσομαθή
      γενική των γλωσσομαθών των γλωσσομαθών των γλωσσομαθών
    αιτιατική τους γλωσσομαθείς τις γλωσσομαθείς τα γλωσσομαθή
     κλητική γλωσσομαθείς γλωσσομαθείς γλωσσομαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλωσσομαθής < γλώσσα + -μαθής

Επίθετο[επεξεργασία]

γλωσσομαθής -ής -ές

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]