γλωσσοπίεστρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλωσσοπίεστρο < γλώσσα + πιέζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλωσσοπίεστρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]