γλωσσόφιλο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣloˈso.fi.lo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλωσσόφιλο ουδέτερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλωσσόφιλο