γλόμπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γλόμπος | οι | γλόμποι |
γενική | του | γλόμπου | των | γλόμπων |
αιτιατική | τον | γλόμπο | τους | γλόμπους |
κλητική | γλόμπε | γλόμποι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλόμπος αρσενικό
- το γυάλινο περίβλημα μιας λάμπας που φωτίζει
- (συνεκδοχικά) η λάμπα
- (μεταφορικά) που έχει εντελώς ξυρισμένο το κεφάλι, ο φαλακρός