γλύκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γλυκά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλύκα οι γλύκες
      γενική της γλύκας
    αιτιατική τη γλύκα τις γλύκες
     κλητική γλύκα γλύκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλύκα < μεσαιωνική ελληνική γλύκα < γλυκός (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλύκα θηλυκό

  • το χαρακτηριστικό του γλυκού ή/και απολαυστικού σε τρόφιμο, άνθρωπο, κατάσταση, συμπεριφορά κ.ά
    η γλύκα του δεν περιγράφεται, πιο όμορφο παιδί δεν είχα ξαναδεί
    ήρθε στο σπίτι και μου έκανε γλύκες -ήμουν σίγουρη ότι κάτι ήθελε να ζητήσει
    ήταν γλύκα ο ύπνος, τον χρειαζόμουνα
    σκέτη γλύκα το φαγητό σου γυναίκα σήμερα, γεια στα χέρια σου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]