γλύστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλύστρα οι γλύστρες
      γενική της γλύστρας
    αιτιατική τη γλύστρα τις γλύστρες
     κλητική γλύστρα γλύστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλύστρα < γλιστρώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλύστρα θηλυκό και γλίστρα

  1. οποιοσδήποτε ολισθηρός τόπος
  2. (λαϊκότροπο): παράλιο μέρος κατάλληλα διαμορφωμένο για την ομαλή καθέλκυση / ανέλκυση σκαφών από τρέιλερ
  3. γλίστρημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]