γλώσσα υψηλού επιπέδου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλώσσα υψηλού επιπέδου < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική high-level language. → δείτε τις λέξεις γλώσσα, υψηλός και επίπεδο
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
γλώσσα υψηλού επιπέδου
- (προγραμματισμός) γλώσσα προγραμματισμού ο κώδικας της οποίας μπορεί εύκολα να γραφτεί από τον άνθρωπο. Για να εκτελεστεί από τον υπολογιστή πρέπει να μεταγλωττιστεί ή να διερμηνευτεί σε γλώσσα χαμηλού επιπέδου.
- Σε διευκόλυνση του προγραμματιστή η γλώσσα υψηλού επιπέδου κάνει πολλά πράγματα αυτόματα, όπως την διαχείριση της στοίβας εκτέλεσης και του πλαισίου στοίβας