γνάθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνάθος οι γνάθοι
      γενική της γνάθου των γνάθων
    αιτιατική τη γνάθο τις γνάθους
     κλητική γνάθε γνάθοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνάθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γνάθος Συγγενή: ποντιακή γναθί ή γναφί.
Ανθρώπινη γνάθος.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɣna.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνά‐θος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γνάθος θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γνάθος αἱ γνάθοι
      γενική τῆς γνάθου τῶν γνάθων
      δοτική τῇ γνάθ ταῖς γνάθοις
    αιτιατική τὴν γνάθον τὰς γνάθους
     κλητική ! γνάθε γνάθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γνάθω
γεν-δοτ τοῖν  γνάθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνάθος, ήδη τον 8ο αιώνα σε απόσπασμα του Ησίοδου που συνδέει με το συνώνυμο γένυς[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵn̥h₂dʰ-os < ρίζα *ǵénu- (γνάθος) για το οποίο έχει αντίρρηση ο Beekes.[2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γνάθος, -ου θηλυκό

  1. (ανατομία) σιαγόνα
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 68.3
    οὐδὲ κινέει τὴν κάτω γνάθον, ἀλλὰ καὶ τοῦτο μοῦνον θηρίων τὴν ἄνω γνάθον προσάγει τῇ κάτω.
    Και δεν κουνάει την κάτω σιαγόνα του, αλλά φέρνει την επάνω προς την κάτω, και είναι και σε τούτο επίσης το μόνο ζώο.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 1201 (1200-1202)
    σάρκες δ᾽ ἀπ᾽ ὀστέων ὥστε πεύκινον δάκρυ | γνάθοις ἀδήλοις φαρμάκων ἀπέρρεον, | δεινὸν θέαμα.
    Οι σάρκες της, καθώς τις έτρωγε το φαρμάκι | με αόρατα σαγόνια, έλιωναν και κύλαγαν από τα κόκαλα όπως το δάκρυ του πεύκου | — ήταν ένα θέαμα φριχτό.
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 948
    ἀπόπληκτος ἐξαίφνης ἐγένετο τὰς γνάθους.
    άξαφνα του πιαστήκαν οι μασέλες.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  2. (μεταφορικά, για φωτιά) μεγάλες γλώσσες φωτιάς
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 368 (366-369)
    κορυφαῖς δ᾽ ἐν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῖ | Ἥφαιστος, ἔνθεν ἐκραγήσονταί ποτε | ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες ἀγρίαις γνάθοις | τῆς καλλικάρπου Σικελίας λευροὺς γύας·
    και στις κορφές της κάθεται σφυροκοπώντας | ο Ήφαιστος μύδρους, που από κει φωτιάς μια μέρα | θα ξεχυθούνε ποταμοί, μ᾽ άγριες σαγόνες | της Σικελίας σπαράζοντας τους πλούσιους κάμπους·
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  3. (μεταφορικά) στενός πορθμός
  4. αιχμή ή άκρη της σφήνας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. s.v. γναθμός σελ. 279 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]