γνάφαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γνέφαλο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνάφαλο < γνάφαλον / γνάφαλλον/ κνέφαλλον/ Αιολ. γνόφαλλον < γνάφω < γνάπτω < (αρχαία) κνάπτω (: τρίβω, ξύνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γνάφαλο ουδέτερο, πληθυντικός γνάφαλα

  • τα κομμάτια από τρίχες ή μαλλιά ζώων, τα οποία είναι κατάλληλα για κλώσιμο ή για γέμισμα μαξιλαριών, στρωμάτων κ.λπ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]