γνέθω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνέθω < μεσαιωνική ελληνική γνέθω / νέθω < αρχαία ελληνική νέω + νήθω (συμφυρμός)

Ρήμα[επεξεργασία]

γνέθω (παθητική φωνή: γνέθομαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]