γνέφαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γνάφαλο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γνέφαλο ουδέτερο, πληθυντικός γνέφαλα

  • τα κομμάτια από τρίχες ή μαλλιά ζώων, τα οποία είναι κατάλληλα για κλώσιμο ή για γέμισμα μαξιλαριών, στρωμάτων κ.λπ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]