γναθοπροσωπικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γναθοπροσωπικός η γναθοπροσωπική το γναθοπροσωπικό
      γενική του γναθοπροσωπικού της γναθοπροσωπικής του γναθοπροσωπικού
    αιτιατική τον γναθοπροσωπικό τη γναθοπροσωπική το γναθοπροσωπικό
     κλητική γναθοπροσωπικέ γναθοπροσωπική γναθοπροσωπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γναθοπροσωπικοί οι γναθοπροσωπικές τα γναθοπροσωπικά
      γενική των γναθοπροσωπικών των γναθοπροσωπικών των γναθοπροσωπικών
    αιτιατική τους γναθοπροσωπικούς τις γναθοπροσωπικές τα γναθοπροσωπικά
     κλητική γναθοπροσωπικοί γναθοπροσωπικές γναθοπροσωπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γναθοπροσωπικός < γνάθος + -ο- + προσωπικός

Επίθετο[επεξεργασία]

γναθοπροσωπικός

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]