γναθοπροσωπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γναθοπροσωπικός < γνάθος + -ο- + προσωπικός
Επίθετο[επεξεργασία]
γναθοπροσωπικός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γναθοπροσωπικός
|