γναφείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γναφείο | τα | γναφεία |
γενική | του | γναφείου | των | γναφείων |
αιτιατική | το | γναφείο | τα | γναφεία |
κλητική | γναφείο | γναφεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γναφείο < αρχαία ελληνική κναφεῖον / γναφεῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γναφείο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γναφείο
|