γνευσιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γνευσιακός η γνευσιακή το γνευσιακό
      γενική του γνευσιακού της γνευσιακής του γνευσιακού
    αιτιατική τον γνευσιακό τη γνευσιακή το γνευσιακό
     κλητική γνευσιακέ γνευσιακή γνευσιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γνευσιακοί οι γνευσιακές τα γνευσιακά
      γενική των γνευσιακών των γνευσιακών των γνευσιακών
    αιτιατική τους γνευσιακούς τις γνευσιακές τα γνευσιακά
     κλητική γνευσιακοί γνευσιακές γνευσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνευσιακός < γνεύσιος + -ακός

Επίθετο[επεξεργασία]

γνευσιακός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]