γνευσιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γνευσιακός, -ή, -ό
- (γεωλογία) που έχει σχέση με τον γνεύσιο, ανήκει σ’ αυτόν, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον περιέχει
- Στο ανώτερο τμήμα τους υπάρχουν κυρίως γνευσιακές κροκάλες με μικρότερο μέγεθος και χαλαρότερο βαθμό σύνδεσης μεταξύ τους καθώς και «ενστρώσεις μαργών και ψαμμιτών». (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γνευσιακός
|