γνησιότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνησιότητα οι γνησιότητες
      γενική της γνησιότητας των γνησιοτήτων
    αιτιατική τη γνησιότητα τις γνησιότητες
     κλητική γνησιότητα γνησιότητες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνησιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γνησιότης από την αιτιατική γνησιότητα < γνήσιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣni.siˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνη‐σι‐ό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γνησιότητα θηλυκό

  1. η αυθεντικότητα, η ιδιότητα του γνήσιου
    σήμα γνησιότητας στα προϊόντα
  2. ειλικρίνεια
    Ποτέ δεν αμφέβαλλα για τη γνησιότητα των αισθημάτων του.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

γνησιότητα θηλυκό