γνοιαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γνοιαστικός η γνοιαστική το γνοιαστικό
      γενική του γνοιαστικού της γνοιαστικής του γνοιαστικού
    αιτιατική τον γνοιαστικό τη γνοιαστική το γνοιαστικό
     κλητική γνοιαστικέ γνοιαστική γνοιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γνοιαστικοί οι γνοιαστικές τα γνοιαστικά
      γενική των γνοιαστικών των γνοιαστικών των γνοιαστικών
    αιτιατική τους γνοιαστικούς τις γνοιαστικές τα γνοιαστικά
     κλητική γνοιαστικοί γνοιαστικές γνοιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνοιαστικός < γνοιάζομαι + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

γνοιαστικός

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]