γνωσιμαχέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνωσιμαχέω < γνῶσις και μάχομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

γνωσιμαχέω

  1. αλλάζω γνώμη, μετανιώνω, υποχωρώ
  2. αντιμάχομαι τη γνώμη άλλου, φιλονικώ (ελληνιστική έννοια)