γνωσιμαχέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
γνωσιμαχέω
- αλλάζω γνώμη, μετανιώνω, υποχωρώ
- αντιμάχομαι τη γνώμη άλλου, φιλονικώ (ελληνιστική έννοια)