γνωστεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνωστεύω < γνωστικός ή γνώστης ή γνώση

Ρήμα[επεξεργασία]

γνωστεύω

Κλίση[επεξεργασία]

ενεστ. γνωστεύω παρατ. γνώστευα μέλ. στ. θα γνωστέψω και εξακ. θα γνωστεύω' αόριστ. γνώστεψα παρακ. έχω γνωστέψει μετοχή γνωστεύοντας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]