γνώμονας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γνώμονας οι γνώμονες
      γενική του γνώμονα των γνωμόνων
    αιτιατική τον γνώμονα τους γνώμονες
     κλητική γνώμονα γνώμονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνώμονας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γνώμων (αρχαία σημασία: εξεταστής), από την αιτιατική «τὸν γνώμονα» [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɣno.mo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνώ‐μο‐νας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γνώμονας αρσενικό

  1. (γεωμετρία)
    1. όργανο που χαράζει ορθές γωνίες ή κάθετες γραμμές
    2. όργανο που μετράει γωνίες
      → δείτε τη λέξη μοιρογνωμόνιο
  2. (μεταφορικά) κανόνας, αρχή
    αποφάσεις με γνώμονα το γενικό συμφέρον / το εθνικό συμφέρον
  3. (μουσική, παρωχημένο) το κλειδί
    Ο γνώμονας του σολ είναι το κλειδί του σολ που σημειώνουμε στην αρχή του πενταγράμμου.
    → δείτε τη λέξη γνώμων (καθαρεύουσα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]