γνώμονας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γνώμονας | οι | γνώμονες |
γενική | του | γνώμονα | των | γνωμόνων |
αιτιατική | τον | γνώμονα | τους | γνώμονες |
κλητική | γνώμονα | γνώμονες | ||
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γνώμονας < ελληνιστική κοινή γνώμων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γνώμονας αρσενικό ή θηλυκό
- όργανο που χαράζει ορθές γωνίες ή κάθετες γραμμές
- όργανο που μετράει γωνίες
- μεταφορικά κανόνας, αρχή