γνώμονας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γνώμονας | οι | γνώμονες |
γενική | του | γνώμονα | των | γνωμόνων |
αιτιατική | τον | γνώμονα | τους | γνώμονες |
κλητική | γνώμονα | γνώμονες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γνώμονας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γνώμων (αρχαία σημασία: εξεταστής), από την αιτιατική «τὸν γνώμονα» [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɣno.mo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνώ‐μο‐νας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γνώμονας αρσενικό
- (γεωμετρία)
- όργανο που χαράζει ορθές γωνίες ή κάθετες γραμμές
- όργανο που μετράει γωνίες
- → δείτε τη λέξη μοιρογνωμόνιο
- (μεταφορικά) κανόνας, αρχή
- ↪ αποφάσεις με γνώμονα το γενικό συμφέρον / το εθνικό συμφέρον
- (μουσική, παρωχημένο) το κλειδί
- ↪ Ο γνώμονας του σολ είναι το κλειδί του σολ που σημειώνουμε στην αρχή του πενταγράμμου.
- → δείτε τη λέξη γνώμων (καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ γνώμονας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)