γνώμονες
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɣno.mo.nes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνώ‐μο‐νες
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]γνώμονες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γνώμονας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γνώμονες: πληθυντικός αριθμός του γνώμων, κλιτικός τύπος με επιπλέον σημασία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γνώμονες αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή , για άλογα) τα δόντια του αλόγου από τα οποία μπορεί να διαπιστωθεί η ηλικία του
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]γνώμονες αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του γνώμων
Πηγές
[επεξεργασία]- γνώμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γνώμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.