γογγύλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γογγύλη οι γογγύλες
      γενική της γογγύλης των γογγυλών
    αιτιατική τη γογγύλη τις γογγύλες
     κλητική γογγύλη γογγύλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γογγύλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γογγύλη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣoŋˈɟi.li/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γογγύλη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

* Κλίση: Θα πρέπει να ορίσουμε το δίχρονο φωνήεν με |δίχρ=β (βραχύ) ή |δίχρ=μ (μακρό).
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γογγύλη < γόγγυλος < γογγύλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lump (σβώλος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γογγύλη (ῠ) θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]