γογγύλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γογγύλη | οι | γογγύλες |
γενική | της | γογγύλης | των | γογγυλών |
αιτιατική | τη | γογγύλη | τις | γογγύλες |
κλητική | γογγύλη | γογγύλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γογγύλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γογγύλη
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γογγύλη θηλυκό
- (φυτό, λόγιο) άλλη μορφή του γογγύλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γογγύλη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
* Κλίση: Θα πρέπει να ορίσουμε το δίχρονο φωνήεν με |δίχρ=β (βραχύ) ή |δίχρ=μ (μακρό).
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γογγύλη < γόγγυλος < γογγύλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lump (σβώλος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γογγύλη (ῠ) θηλυκό
- (φυτό) άλλη μορφή του γογγυλίς τo γογγύλι
Πηγές[επεξεργασία]
- γογγύλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γογγύλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα χωρίς προσωδία σε δίχρονο φωνήεν (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)