γοηρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γοηρός < γόος

Επίθετο[επεξεργασία]

'γοηρός, γοηρά, γοηρόν (& γοερός)