γοητευτικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]γοητευτικά < γοητευτικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]γοητευτικά
- με γοητευτικό τρόπο, γοητεύοντας ή προσπαθώντας να γοητεύσει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γοητευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]γοητευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γοητευτικό