γοητευτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γοητευτικά < γοητευτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
γοητευτικά
- με γοητευτικό τρόπο, γοητεύοντας ή προσπαθώντας να γοητεύσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γοητευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γοητευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γοητευτικό