Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
γοητευτικός
6 γλώσσες
Čeština
English
Français
Polski
Română
Русский
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γοητευτικ
ός
η
γοητευτικ
ή
το
γοητευτικ
ό
γενική
του
γοητευτικ
ού
της
γοητευτικ
ής
του
γοητευτικ
ού
αιτιατική
τον
γοητευτικ
ό
τη
γοητευτικ
ή
το
γοητευτικ
ό
κλητική
γοητευτικ
έ
γοητευτικ
ή
γοητευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γοητευτικ
οί
οι
γοητευτικ
ές
τα
γοητευτικ
ά
γενική
των
γοητευτικ
ών
των
γοητευτικ
ών
των
γοητευτικ
ών
αιτιατική
τους
γοητευτικ
ούς
τις
γοητευτικ
ές
τα
γοητευτικ
ά
κλητική
γοητευτικ
οί
γοητευτικ
ές
γοητευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
γοητευτικός
<
γοητεύω
+
-ικός
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
ɣo.i.te.ftiˈkos
/
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
γοητευτικός
-ή -ό
που έχει
γοητεία
, που
γοητεύει
ή προσπαθεί να γοητεύσει
γοητευτικό
χαμόγελο
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
σαγηνευτικός
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
γοητευτικός
αγγλικά
:
charming
(en)
γαλλικά
:
charmant
(fr)
παλαιά γαλλικά
:
delitable
εσπεράντο
:
ĉarma
(eo)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
γοητευτικός
6 γλώσσες
Προσθήκη θέματος