γολέττα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γολέττα οι γολέττες
      γενική της γολέττας των γολεττών
    αιτιατική τη γολέττα τις γολέττες
     κλητική γολέττα γολέττες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γολέττα < γραφή του γολέτα με δύο < ττ >, ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική goélette. Δείτε την ετυμολογία στη γολέτα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γολέττα θηλυκό

  • άλλη γραφή του γολέτα
    ※  καὶ ἐντὸς τοῦ λιμένος ἡμιολίανΓολέττταν, ὡραίας κατασκευῆς, ἥτις ἦν προσωρμισμένη εἰς τὸ βάθος αὐτοῦ, καὶ εἰς τὸν ἄκρον ἱστὸν τῆς ἡμιολίας ἐπισείοντα ὅστις ἐκυμάτει, καὶ ἀπεδείκνυεν ὅτι τὸ πλοῖον ἦτο πολεμικόν.
    Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892), διήγημα "Ἡ Ναϊάς"
    ※  Ἀ π ό π λ ο υ ς […] Τὴν 22 ἡ Ἑλληνικὴ λέμβος, Τ ε ρ ψ ι θ έ α, εἰς Ὕδραν. — Ἡ Ἑλληνικὴ γολέττα Ἄ ρ γ ο ς, εἰς Πόρον καὶ Σαλαμῖνα.
    απόσπασμα από το ειδησεογραφικό κείμενο «Κίνησις πολεμικών πλοίων εν τω λιμάνι Ναυπλίου», Γενική Εφημερίς της Ελλάδος (Ναύπλιο, 3 Ιανουαρίου 1831), σ. 4.

Συγγενικά[επεξεργασία]