Μετάβαση στο περιεχόμενο

γομολάστιχα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γομολάστιχα οι γομολάστιχες
      γενική της γομολάστιχας των γομολάστιχων
    αιτιατική τη γομολάστιχα τις γομολάστιχες
     κλητική γομολάστιχα γομολάστιχες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γομολάστιχα < γόμ(α) + -ο- + λάστιχο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣo.moˈla.sti.xa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γομολάστιχα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]