γομωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γομωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γομώ και γομώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
γομωμένος, -η, -ο
- (για όπλο) γεμισμένος με μπαρούτι και με το βόλι
- (στη μαγειρική) παραγεμισμένος (με διάφορα υλικά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γομωμένος
|