γομώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γομώνω < αρχαία ελληνική γομόω < γόμος (φορτίο)
Ρήμα[επεξεργασία]
γομώνω
- γεμίζω κάτι πλήρως
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γομώνω
|