γοναδοτροπίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γοναδοτροπίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γοναδοτροπίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) είδος ορμόνης που συμβάλλει στην φυσιολογική ανάπτυξη και ωρίμαση των γεννητικών κυττάρων και για την παραγωγή στεροειδών από τις γονάδες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- gonadotropin στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ορμόνες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γοναδοτροπίνη