γονιμοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γονιμοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γονιμοποιώ
- θα γονιμοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γονιμοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
γονιμοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γονιμοποίηση