Μετάβαση στο περιεχόμενο

γουλάρης

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γουλάρης λέξη του 11ου αιώνα < γούλα + -άρης

Επίθετο

[επεξεργασία]

γουλάρης (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  • λαίμαργος, αδηφάγος
      12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 297 (295-299) @dimodis.greeklanguage.gr
    ἐκεῖνοι νὰ χορταίνωσιν τοὺς πρώτους τῶν ἰχθύων,
    ἐμὲ δὲ νὰ μὴ δίδωσι κὰν θύνναν νὰ χορτάσω,
    καὶ τρυφηλὸν μὲ λέγουσιν, ἀδήφαγον γουλάρην,
    ἐκεῖνοι νὰ κοτσώνουσιν τὸ χιωτικὸν εἰς κόρον,
    ὁ δὲ ἰδικὸς μου ὁ στόμαχος νὰ πάσχῃ ἀπὸ τὸ ὀξίδιν;
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]
  • γουλάρην (αιτιατική ενικού αρσενικού γένους)