γουλί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γουλί | τα | γουλιά |
γενική | του | γουλιού | των | γουλιών |
αιτιατική | το | γουλί | τα | γουλιά |
κλητική | γουλί | γουλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣuˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐λί
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- γουλί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γουλίν < αρχαία ελληνική *ἀγλίον, υποκοριστικό του ἄγλις (σκελίδα σκόρδου)[1]
- Κατ' άλλη άποψη,[2] (αντιδάνειο)[3] < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γουλίν < γωλίον < λατινική colis < caulis (κοτσάνι, μίσχος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γουλί ουδέτερο
- ο (τρυφερός) βλαστός των λαχανικών ή χορταρικών, ο μίσχος
- το μέρος της ρίζας των φυτών που τρώγεται
- σκελίδα σκόρδου
- αποφλοιωμένος καρπός
- (ιδιωματικό)[4] λεία στρογγυλή πέτρα, βότσαλο (απ' όπου Γουλί, ονομασία για πολλές παραλίες)
- άλλη μορφή: γουλός
- καθετί λείο και γυμνό σαν το κλειστό λάχανο
Επίρρημα[επεξεργασία]
γουλί
- (μεταφορικά, λαϊκότροπο, για κεφάλι) κουρεμένος με τρόπο ώστε να φαίνεται σαν γουλί: ο κοντοκουρεμένος, ο κουρεμένος με την ψιλή
- ↪ τον κούρεψαν γουλί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- γουλί < γούλ(α) στη σημασία: λαιμός + υποκοριστικό επίθημα -ί [5]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γουλί ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ γουλί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ γουλί - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ γούλα ΙΙ - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
- ↑ γουλί Ι - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)