γουνοβαφείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γουνοβαφείο τα γουνοβαφεία
      γενική του γουνοβαφείου των γουνοβαφείων
    αιτιατική το γουνοβαφείο τα γουνοβαφεία
     κλητική γουνοβαφείο γουνοβαφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γουνοβαφείο < γούνα + βαφείο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γουνοβαφείο ουδέτερο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]