γουρλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουρλού οι γουρλούδες
      γενική της γουρλούς των γουρλούδων
    αιτιατική τη γουρλού τις γουρλούδες
     κλητική γουρλού γουρλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γουρλού < γουρλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣuɾˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γουρ‐λού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γουρλού

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γουρλής