γουρσούζικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γουρσούζικος < γουρσούζ(ης) + -ικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣuɾˈsu.zi.kos/
Επίθετο[επεξεργασία]
γουρσούζικος, -η, -ο
- που φέρνει γρουσουζιά και κακή τύχη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γουρσούζικα
- → δείτε τις λέξεις γρουσούζης και γούρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γουρσούζικος
→ δείτε τη λέξη γρουσούζης |