γοφός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γοφός οι γοφοί
      γενική του γοφού των γοφών
    αιτιατική τον γοφό τους γοφούς
     κλητική γοφέ γοφοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γοφός < αρχαία ελληνική γόμφος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακτινογραφία της περιοχής του γοφού

γοφός αρσενικό

  • η περιοχή του σώματος γύρω από το άνω τμήμα του μηρού και την άρθρωση του ισχίου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]