γοϊδελική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γοϊδελική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γοϊδελική θηλυκό
- κλάδος κέλτικων γλωσσών, τα ιρλανδικά, τα μανξ και τα σκωτικά γαελικά / γοϊδελική γλώσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γοϊδελική
|