γούρμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γούρμος η γούρμη το γούρμο
      γενική του γούρμου της γούρμης του γούρμου
    αιτιατική τον γούρμο τη γούρμη το γούρμο
     κλητική γούρμε γούρμη γούρμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γούρμοι οι γούρμες τα γούρμα
      γενική των γούρμων των γούρμων των γούρμων
    αιτιατική τους γούρμους τις γούρμες τα γούρμα
     κλητική γούρμοι γούρμες γούρμα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γούρμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

γούρμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.