γράμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γράμμα < αρχαία ελληνική γράμμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɣɾa.ma/
- συλλαβισμός : γράμ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γράμμα | τα | γράμματα |
γενική | του | γράμματος | των | γραμμάτων |
αιτιατική | το | γράμμα | τα | γράμματα |
κλητική | γράμμα | γράμματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
γράμμα ουδέτερο
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- γράμμα του νόμου :
- οι επιταγές του νόμου
- η τυπική, επιφανειακή ερμηνεία του νόμου, σε αντίθεση με το πνεύμα του νόμου
- κατά γράμμα : χωρίς αλλαγές
- νεκρό γράμμα : νόμος ή ρύθμιση που έχει θεσμοθετηθεί αλλά δεν ισχύει
→ δείτε τη λέξη γράμματα
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις -γραμμα και γραμματ-
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρακτήρας του αλφαβήτου
επιστολή
→ δείτε τη λέξη επιστολή |
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γράμμα < γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γράμμα ουδέτερο
- το γράμμα