Μετάβαση στο περιεχόμενο

γράψιμο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γράψιμο τα γραψίματα
      γενική του γραψίματος των γραψιμάτων
    αιτιατική το γράψιμο τα γραψίματα
     κλητική γράψιμο γραψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γράψιμο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γράψιμο < γράψιμον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɣɾa.psi.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γράψιμο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γράψιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του γράφω
    1. η συγγραφή ενός κειμένου, η σύνταξη και διατύπωσή του σε σε γραπτή μορφή, καθώς και το κείμενο που γράφτηκε
      • οι γραπτές εργασίες που πρέπει να κάνει ένας μαθητής στο σπίτι του
          Μην ανοίξεις την τηλεόραση αν δεν έχεις έτοιμα τα γραψίματά σου για αύριο!
    2. η διαδικασία της παραγωγής γραπτού λόγου
        Το γράψιμο κοντεύει να γίνει μια χαμένη τέχνη στη σύγχρονη εποχή των πολυμέσων.
    3. η διαδικασία του σχηματισμού γραμμάτων
        Το γράψιμο με μολύβι ενδέχεται να είναι πιο δύσκολο για τους αριστερόχειρες.
  2. το αποτέλεσμα του γράφω
    1. ο γραφικός χαρακτήρας
        Το γράψιμό σου είναι ακατάστατο και δυσανάγνωστο. Τι κολυβογράμματα είν' αυτά! Δεν τα βγάζω.
    2. ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίον εκφράζεται κάποιος γραπτά, η μεταχείρισή του της γλώσσας, το στιλ του
       δείτε  έχω πένα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γράψιμο ουδέτερο