γρέκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γρέκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γρέκι ουδέτερο

  • η καλύβα, το πρόχειρο σπίτι μαζί με την στάνη που μένει ο βοσκός
    ※  Σε γρέκι, σ' έρημο μαντρί ένα σκυλί αργουλιέται κι ο γκιώνης στην κουφάλα του στενάζει και χτυπιέται (Σπύρος Μουσελίμης, Αφήστε τους παλιούς θεούς, Παραμυθιά 6 Μάη '8, δημοσιευμένο στο Ελεύθερο Πνεύμα, 13ος χρόνος, τεύχος 52, Απρίλης-Μάης-Ιούνης 1984 -ΣτΕ: σημειώνεται ότι ο Μουσελίμης (1898-1984) ήταν δάσκαλος της Θεσπρωτίας [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]