γρίλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γρίλια οι γρίλιες
      γενική της γρίλιας
    αιτιατική τη γρίλια τις γρίλιες
     κλητική γρίλια γρίλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γρίλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική griglia

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γρίλια θηλυκό

  • το καθένα από τα μικρά οριζόντια ορθογώνια κομμάτια ξύλου που αποτελούν μέρος ενός παντζουριού και σχηματίζουν μεταξύ τους διάκενα που επιτρέπουν στον αέρα να μπαίνει από τα παράθυρα, όταν αυτά είναι κλειστά
    ※  Απ' τις γρίλιες τρύπωνε η μυρωδιά των καθυστερημένα ανθισμένων κυδωνιών και οι μονότονες συναυλίες των τζιτζικιών. (Γιάννης Ξανθούλης (1984) Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]