γρίνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γρίνια οι γρίνιες
      γενική της γρίνιας
    αιτιατική τη γρίνια τις γρίνιες
     κλητική γρίνια γρίνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γρίνια < άλλη μορφή του γκρίνια, που αναπτύχθηκε ίσως παράλληλα ή και υπό την επίδραση του τουρκικού hır (καβγάς, έριδα, μουρμούρα, γρίνα, επιθετικότητα, hırlamak: γρινιάζω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γρίνια θηλυκό ( & γρίνα & γκρίνια)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]