γρίνιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γρίνιασμα < γρινιάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γρίνιασμα θηλυκό
- (σπάνιο) η γκρίνια, η φαγωμάρα, η διχόνοια, το διαρκές παράπονο, η μουρμούρα, το ανικανοποίητο
- ※ Κι εσυνόδευε το τραγούδι του με μονότονο και συγκρατητό και παραπονιάρικο γρίνιασμα της λύρας του (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, 1896)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- γκρίνιασμα
- γρινιασμός (Carl Weigel, Λεξικόν ἁπλορωμαικόν γερμανικόν και ἰταλικόν. Neugriechisches Teutsch-Italiänisches Wörterbuch, 1796, σελ. 297 [1])
- γρίνα
- γκρίνια
- γρίνια