γραβατοφορεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γραβατοφορεμένος η γραβατοφορεμένη το γραβατοφορεμένο
      γενική του γραβατοφορεμένου της γραβατοφορεμένης του γραβατοφορεμένου
    αιτιατική τον γραβατοφορεμένο τη γραβατοφορεμένη το γραβατοφορεμένο
     κλητική γραβατοφορεμένε γραβατοφορεμένη γραβατοφορεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γραβατοφορεμένοι οι γραβατοφορεμένες τα γραβατοφορεμένα
      γενική των γραβατοφορεμένων των γραβατοφορεμένων των γραβατοφορεμένων
    αιτιατική τους γραβατοφορεμένους τις γραβατοφορεμένες τα γραβατοφορεμένα
     κλητική γραβατοφορεμένοι γραβατοφορεμένες γραβατοφορεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γραβατοφορεμένος < γραβάτα + -ο- + φορεμένος

Μετοχή[επεξεργασία]

γραβατοφορεμένος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]