γραδαρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γραδαρισμένος η γραδαρισμένη το γραδαρισμένο
      γενική του γραδαρισμένου της γραδαρισμένης του γραδαρισμένου
    αιτιατική τον γραδαρισμένο τη γραδαρισμένη το γραδαρισμένο
     κλητική γραδαρισμένε γραδαρισμένη γραδαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γραδαρισμένοι οι γραδαρισμένες τα γραδαρισμένα
      γενική των γραδαρισμένων των γραδαρισμένων των γραδαρισμένων
    αιτιατική τους γραδαρισμένους τις γραδαρισμένες τα γραδαρισμένα
     κλητική γραδαρισμένοι γραδαρισμένες γραδαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

γραδαρισμένος




Μεταφράσεις[επεξεργασία]